χαλαροῦ

χαλαροῦ
χαλαρός
slack
masc/neut gen sg
χαλαρόω
to be relaxed in tension
pres imperat mp 2nd sg
χαλαρόω
to be relaxed in tension
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοεξία — κακοεξία, ἡ (Α) καχεξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἕξις* < ἕξω, μέλλ. τού ἔχω*. Η λ. αποτελεί είδος «χαλαρού συνθέτου» και είναι μτγν. (απαντά στην ΠΔ), ενώ αρχαιότερη και συνηθέστερη είναι η λ. καχεξία*] …   Dictionary of Greek

  • κυτταρίτιδα — Βακτηριδιακή λοίμωξη του δέρματος και των ιστών κάτω από αυτό. Πιθανή επιπλοκή τραυμάτων απαιτεί άμεση και εντατική αντιμικροβιακή θεραπεία για να μην εξαπλωθεί και να μην αφήσει μόνιμες βλάβες. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται επίσης ως ενδεικτικός… …   Dictionary of Greek

  • λαγαροειδώς — λαγαροειδῶς (Μ) [λαγαρός] επίρρ. κατά το είδος λαγαρού, χαλαρού, ατελούς στίχου …   Dictionary of Greek

  • μισοτραγί — το (για σάτυρο) αυτός που από τη μέση και κάτω έχει σώμα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Είδος «χαλαρού συνθέτου» από το επιθ. μισός και το ουσ. τραγί, αντί μισότραγο] …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • προκεφαλή — η, Ν ιατρ. οίδημα τής περιοχής τής κεφαλής τού εμβρύου που προβάλλει κατά τον τοκετό, το οποίο οφείλεται σε οροαιματηρά διήθηση τού δέρματος και τού χαλαρού συνδετικού ιστού τής ινοβρεγματικής συνήθως χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κεφαλή. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • χαλαρότητα — η, Ν [χαλαρός] 1. η ιδιότητα τού χαλαρού, το να είναι χαλαρό κάτι (α. «χαλαρότητα τού ιμάντα» β. «χαλαρότητα τού δέρματος») 2. (κυριολ. και μτφ.) έλλειψη συνοχής (α. «χαλαρότητα τών αρμών» β. «χαλαρότητα στη δομή τού κειμένου») 3. έκλυση,… …   Dictionary of Greek

  • γάγγλια — Ο όρος γ. χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει τις ομάδες πολυαξονικών νευρώνων που περιβάλλονται από κάψα χαλαρού συνδετικού ιστού και εντοπίζονται έξω από το κεντρικό νευρικό σύστημα. Διακρίνονται στα παρασυμπαθητικά και συμπαθητικά… …   Dictionary of Greek

  • μαστοκύτταρα ή σιτευτικά κύτταρα — Κύτταρα του χαλαρού συνδετικού ιστού, ο ρόλος των οποίων είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις ανοσολογικές αποκρίσεις του οργανισμού. Περιέχουν διάφορες χημικές ενώσεις, όπως η ηπαρίνη, η οποία παρεμποδίζει την πήξη του αίματος στα αιμοφόρα αγγεία, η… …   Dictionary of Greek

  • χαλαρότητα — η 1. η ιδιότητα του χαλαρού, χαλαράδα. 2. μαλακότητα, ηπιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”